ποπλίνα

ποπλίνα
η, Ν
είδος υφάσματος που είναι στιλπνό σαν το μεταξωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poplin < γαλλ. papeline].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποπλίνα — η (λ. αγγλ.), είδος βαμβακερού υφάσματος που μοιάζει με μεταξωτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόπι — το (λ. τουρκ.) 1. μπάλα: Παίζουμε τόπι; 2. βλήμα πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο: Βάλτε φωτιά στα τόπια, κάψτε τα Γιάννενα (δημ. τραγ.). 3. Ύφασμα τυλιγμένο γύρω από ξύλινο άξονα ή άλλη ύλη: Ένα τόπι ποπλίνα. 4. δεσμίδα πεντακοσίων φύλλων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”